- αποθηλασμός
- ο отнятие от груди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθηλασμός — ο (Α ἀποθηλασμός) νεοελλ. απογαλακτισμός, διακοπή του θηλασμού αρχ. ο θηλασμός … Dictionary of Greek
αποθηλασμός — ο ο τερματισμός της γαλούχησης του βρέφους, το απόκομμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθηλασμοῦ — ἀποθηλασμός sucking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλασμόν — ἀποθηλασμός sucking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)